Το σημαντικότερο δίδαγμα της επανάστασης έχει λησμονηθεί τόσο που δεν αναφέρεται σε καμιά επίσημη δήλωση! Η ενότητα προφανώς είναι βασικό συστατικό. Είναι συνακόλουθο κάθε εγχειρήματος που πρέπει να επιτύχει. Αλλά πριν από την ενότητα προϋπόθεση είναι να πετάξεις στο όνειρο με δικά σου φτερά!
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αποδείξεις ότι ο αγώνας ενός λαού πρέπει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Όλα τα άλλα έπονται! Τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν σε αυτό το δίδαγμα, δίδαγμα που οι Έλληνες πλήρωσαν ακριβά για να το μάθουν, βασίζονται στην κλασσική διαίρεσή τους στο Αγγλικό, Ρωσικό και Γαλλικό κόμμα. Πίστεψαν πολλές φορές ότι οι τρεις μεγάλες δυνάμεις μόνο αυτές μπορούν να τους απελευθερώσουν. Όταν βασίστηκαν στις δικές τους δυνάμεις μόνο τότε κατάφεραν να κάνουν το βασικό μεγάλο βήμα που στη συνέχεια η ιστορία τους αντάμειψε έστω και με την υστέρων επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Τα γεγονότα που οδήγησαν στην Φιλική Εταιρεία και το αυτοδύναμο εγχείρημα των Ελλήνων επιγραμματικά είναι τα παρακάτω:
Ρωσία: Στη διάρκεια της τουρκοκρατίας γίνονταν κατά καιρούς προσπάθειες από ελληνορθόδοξες προσωπικότητες για προσέλκυση βοήθειας από τη Ρωσία ώστε να ελευθερώσει τους Χριστιανούς. Μια από τις πρώτες επαφές ήταν το 1649 από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Παΐσιο και έκτοτε πολλοί ιερωμένοι και έμποροι καλούσαν τον Τσάρο Αλέξιο να πολεμήσει υπέρ των Ελλήνων.
Επί Τσάρου Μεγάλου Πέτρου Α΄, συνειδητοποιήθηκε η ανάγκη δημιουργίας στόλου και η έξοδος της Ρωσίας στη Μαύρη θάλασσα και στη συνέχεια στη Μεσόγειο όπως αυτό διαφάνηκε στη περίφημη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, που αποτέλεσε σταθμό στα δρώμενα της Μεσογείου και ιδιαίτερα στο Αιγαίο. Δημιουργός του ανύπαρκτου μέχρι τότε τσαρικού στόλου ήταν ο ελληνικής καταγωγής Ιβάν Μπότσης. Οι Έλληνες άρχισαν να προσβλέπουν στην ομόθρησκη αυτή δύναμη αναπτύσσοντας έτσι ένα φιλορωσισμό. Το φιλορωσισμό εκείνο ενίσχυσαν ακόμα προφητείες και θρύλοι για την λυτρωτική επέμβαση από ένα ομόθρησκο κράτος, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και συγκινούσαν όλες τις κοινωνικές τάξεις. Προφητείες που επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα για το «ξανθό γένος»
Επί βασιλείας της Τσαρίνας Άννας, στη δεκαετία 1730-1740, ο διάσημος στρατάρχης Μιούνιχ ή Μύνιχ προέτρεψε τους ομόδοξους λαούς της Βαλκανικής σε εξέγερση, δρώντας επικουρικά για τους Ρώσους ως αντιπερισπασμός για τους Τούρκους. Το σχέδιο Μύνιχ αποτέλεσε στη συνέχεια δόγμα για τους μετέπειτα ηγεμόνες της Ρωσίας, ιδίως από την Αικατερίνη Β’, που βρισκόταν σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη από τον Ιανουάριο του 1769 προβάλλοντας ως επιχείρημα την προστασία των ομόδοξών της χριστιανών, πολιτική που ακολούθησε έντονα αργότερα και ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας.
Όταν εξερράγη ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1768, η Αικατερίνη Β’ επiχείρησε να εξεγείρει τους χριστιανούς των Βαλκανίων δίνοντας στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού. Είχε ήδη στείλει λίγους μήνες πριν τους αδελφούς Ορλώφ στη Βενετία από όπου ξεκίνησαν τον συντονισμό.
Μέχρι το 1770 οι εξεγέρσεις των Ελλήνων στην Πελοπόννησο πήραν διαστάσεις. Ο Ελληνικός στόλος έπλεε ήδη στο Αιγαίο έφθασε στα Δαρδανέλια αλλά τα οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν οι Γάλλοι εμπόδισαν την είσοδο. Τελικά το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή οι Ρώσοι αποχώρησαν και οι Έλληνες εγκαταλειμμένοι αντιστάθηκαν μέχρι το 1780 εν τέλει ηττήθηκαν και σφαγιάστηκαν.
Γαλλία: Οι Έλληνες, μετά την τραγική αποτυχία της αποστολής του Ορλώφ, με δυσκολία πίστευαν σε υποσχέσεις ξένων για την απελευθέρωσή τους. Αλλά ο Βοναπάρτης είχε φανεί στον ορίζοντα σαν φαινόμενο, σαν ο καλός άγγελος που φέρνει την ελευθερία στους καταπιεσμένους. Γι’ αυτό, παρά την πικρή πείρα του παρελθόντος, στους Έλληνες που στέναζαν κάτω από τη σκλαβιά εμφανίστηκε μια ενδόμυχη ελπίδα και περίμεναν από τον Κορσικανό στρατηλάτη την πραγματοποίηση του προαιώνιου πόθου τους, καθώς τον θεωρούσαν σαν το μελλοντικό απελευθερωτή τους.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, εκδίδει το 1801 το «Πολεμικό Σάλπισμα», για τους Έλληνες εθελοντές που υπηρετούσαν στη στρατιά του Βοναπάρτη και για όλο τον Ελληνισμό. Κύρια προσπάθειά του, γράφοντας το έργο αυτό, ήταν να πετύχει μια Γαλλοελληνική συμμαχία στην Ανατολή. Αλλά το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε άδοξα όταν απέτυχε η εκστρατεία της Αιγύπτου.
Ο Ρήγας Φεραίος απευθύνθηκε επίσης στον Ναπολέοντα να παρακαλέσει «τη γενναία και ισχυρή Γαλλία να ελευθερώσει την κλασική αυτή χώρα» και οι Έλληνες είχαν λάβει από τον Βοναπάρτη ενθαρρυντικές απαντήσεις.
Ωστόσο ο Ναπολέων σε κάθε διαπραγμάτευση με τους Ρώσους για πιθανό διαμελισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας απέρριπτε το ενδεχόμενο η Κωνσταντινούπολη να πέσει στα χέρια της Ρωσίας και προτιμούσε να παραμείνει η Οθωμανική αυτοκρατορία ως έχει.
Σε γενικές γραμμές ο Ναπολέων, εάν είχε πραγματικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα περισσότερο γιατί ήθελε να μείνει στην ιστορία ως νέος Μέγας Αλέξανδρος, όσο πιο πολύ ανυψωνόταν και δοξαζόταν τόσο πιο πολύ ξεχνούσε την Ελλάδα και το Ανατολικό ζήτημα.
Αγγλία: Ιδιαίτερα για τους Άγγλους, μια ανεξάρτητη Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τεράστια ναυτική δύναμη ανταγωνιστική της δικής τους ναυτικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο, ήταν καθαρή απειλή για τα οικονομικά τους συμφέροντα. Κάθε τους προσπάθεια ήταν να ελέγξουν από μέσα τις κινήσεις των Ελλήνων.
Μια κίνηση αντίστοιχη με αυτή της Φιλικής Εταιρείας, είχε ξεκινήσει στην Αθήνα, το 1813. Ιδρύθηκε τότε η «Φιλόμουσος Εταιρεία», με κεντρικό σκοπό την καλλιέργεια του ελληνικού πνεύματος των νέων, την έκδοση βιβλίων, τη βοήθεια φτωχών σπουδαστών κ.λπ. Ήταν οργάνωση που είχε το βλέμμα της στην Αγγλία και ίσως ήταν ένας από τους λόγους που η οργάνωση ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει σοβαρές διαστάσεις.
Η Αγγλία ήταν τόσο προσηλωμένη στη διατήρηση της ακεραιότητας του Οθωμανικού κράτους που ακόμη και όταν κάτω από την πίεση των αλλεπάλληλων νικών του Ιμπραήμ, η υπό τον Μαυροκορδάτο Ελληνική κυβέρνηση ζήτησε να γίνει προτεκτοράτο της Αγγλίας, απέρριψε την πρόταση. Το κείμενο εκείνης της πράξης υποτέλειας, συγκέντρωσε τις υπογραφές σχεδόν όλων, με λίγες εξαιρέσεις, των πολιτικών, στρατιωτικών και ναυτικών αρχηγών. Σε διάστημα μιας εβδομάδας η αίτηση προστασίας ή «Πράξις Υποταγής» (Act of Submission) είχε εγκριθεί και από το Βουλευτικό και από το Νομοτελεστικό (1 Αυγούστου 1825). Το πρωτότυπο έγγραφο της «Πράξεως» είχε γραφεί στην αγγλική γλώσσα και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ελληνικά. Η Αγγλία το απέρριψε, ωστόσο ήδη έλεγχε τις ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων.
Όπως έχουμε επισημάνει, τα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα η ευρωπαϊκή απολυταρχία καταδίκασε την ελληνική επανάσταση και στη βάση των αποφάσεων των δύο Συνεδρίων (Λάυμπαχ/Λουμπιάνα – Βερόνα) συνεργάστηκε ανοικτά, βάρβαρα και απροσχημάτιστα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ναυτικές δυνάμεις Αγγλίας-Γαλλίας- Αυστρίας μετέφεραν εφόδια και έσπαγαν τους αποκλεισμούς των Ελλήνων στα πολιορκημένα κάστρα, οι πρόξενοί τους είχαν τεθεί στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης με αποστολή να συλλέγουν πληροφορίες υπέρ των Τούρκων.
Ο αρμοστής των Επτανήσων Maitland έδινε καταφύγιο στα τούρκικα καράβια και δεν δεχόταν τους πληγωμένους Έλληνες, τους αμάχους και τα γυναικόπαιδα που ζητούσαν καταφύγιο στα Επτάνησα. Τα αυστριακά καράβια είχαν αναλάβει τις μεταφορές του τούρκικου στρατού και των εφοδίων. Ως το 1826 οι Έλληνες είχαν χτυπήσει πάνω από 100 αυστριακά πλοία.
Ο αγώνας επέτυχε μόνον όταν οι μεγάλες δυνάμεις αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες δημιούργησαν ένα τετελεσμένο μια νέας ισορροπίας στην περιοχή.
Η Ελληνική Επανάσταση το 1821 πέτυχε καθώς υπήρξε σημαντική δημογραφική εξάπλωση των Ελλήνων εκείνη την περίοδο, πίστη στις δικές τους και μόνο δυνάμεις, πνευματική προετοιμασία και πάνδημη αφοσίωση στον εθνικό στόχο, αποτέλεσμα των άοκνων προετοιμασιών της Φιλικής Εταιρείας.
Από την άλωση της Κωνσταντινούπολης και μετά είχαν λάβει χώρα αδιαλείπτως αναρίθμητες απόπειρες απελευθέρωσης. Η τελέσφορος διεξαγωγή του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έστω και τμηματική, και ανολοκλήρωτη ήταν το αποτέλεσμα πλειάδας παραγόντων ισχυρότεροι εκ των οποίων ήταν ο συνδυασμός του συντονισμού και της δικτύωσης μέσω της Φιλικής Εταιρείας με την πίστη στις δικές τους δυνάμεις.
Το σύγχρονο ελληνικό κράτος βρίσκεται σε κατάσταση δημογραφικής απίσχνασης, αντιμετωπίζει μία παραδοσιακή απειλή ασφάλειας εξ Ανατολών-την νέο-οθωμανική Τουρκία, ενώ αποτελεί ταυτόχρονα τον αποδέκτη πολλαπλών απειλών ασύμμετρης υφής.
Σε στρατηγικό επίπεδο, απουσιάζει η εγρήγορση που κινεί ένα συλλογικό υποκείμενο προς τα εμπρός. Απουσιάζει η διεκδικητική διάθεση για τα εθνικά δίκαια. Η κυρίαρχη κουλτούρα πολιτικής στρατηγικής προσιδιάζει σε μικρό κρατίδιο, κράτος υποτελές, το οποίο εναποθέτει τις ελπίδες του για επιβίωση στις μεγάλες δυνάμεις. Προφανώς είναι αυτές που ενδεχομένως να συνεισφέρουν στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά μόνον όταν αντιληφθούν ότι οι Έλληνες έχουν την στρατηγική, τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα να ηγηθούν σε αγώνες που διαμορφώνουν νέες ισορροπίες.
Ένα επιπρόσθετο δίδαγμα που προκύπτει από την Ελληνική Επανάσταση αφορά την στοχοθεσία και στοχοπροσήλωση στο εθνικό επίπεδο. Οι υπόδουλοι Έλληνες γνώριζαν το διακύβευμα, έδωσαν τα πάντα για την επίτευξη του εθνικού στόχου, αρχικά ενωμένοι και αποφασισμένοι. Όταν παρέκκλιναν του στόχου εξαιτίας των εσωτερικών διχασμών μετά τα δύο πρώτα επιτυχή χρόνια, η Επανάσταση κινδύνευσε με ολοκληρωτική αποτυχία.
Στο σύγχρονο ελληνικό κράτος απουσιάζει ο στρατηγικός σχεδιασμός, δεν υπάρχει καν η ιεράρχηση των εθνικών συμφερόντων γεγονός ανεξήγητο για ένα κράτος που συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών στρατηγικής σημασίας σε περιφερειακό επίπεδο. Παράλληλα στην χώρα ευδοκιμεί μια κουλτούρα διχασμού κυρίως στο πλαίσιο των ελίτ, που αποπροσανατολίζει δημιουργώντας συνθήκες υιοθέτησης ανερμάτιστων πολιτικών.
Μία από τις επίσης πολύ σημαντικές πτυχές της Επανάστασης του 1821 που πρέπει να αποτελέσει φάρο για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής στρατηγικής αποτροπής έναντι της αναθεωρητικής Τουρκίας έγκειται στην αντιμετώπιση της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών, του υπόδουλου Ελληνισμού και της αχανούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας που εκτεινόταν ως τον Περσικό Κόλπο.
Σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, η Ελλάδα επιβάλλεται να θέσει τις προϋποθέσεις ανάδειξης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων και να αποτελέσει πόλο έλξης για τις νεότερες και τις μελλοντικές γενιές όπως το οραματίστηκαν οι ηρωικοί, ένδοξοι πρόγονοί μας το 1821.